κελεύθειος

κελεύθειος
κελεύθειος, -α, -ον (Α) [κέλευθος]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε οδό, σε δρόμο («κελεύθειοι δαίμονες», Ησύχ.)
2. (το θηλ. ως κύριο όν.) ή Κελεύθεια
επίθ. τής Αθηνάς στη Σπάρτη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κελευθείας — κελευθείᾱς , κελεύθειος belonging to the road fem acc pl κελευθείᾱς , κελεύθειος belonging to the road fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κέλευθος — κέλευθος, ἡ, ο πληθ. και κέλευθα, τὰ (Α) 1. δρόμος, οδός, ατραπός 2. πορεία, οδοιπορία, ταξίδι σε στεριά ή θάλασσα 3. μτφ. ο ανοιχτός δρόμος ενέργειας, ο τρόπος πράξης («ἔργων κέλευθον ἄν καθαράν», Πίνδ.) 4. μακρινό ταξίδι, μεγάλη απόσταση… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”